lájea - ορισμός. Τι είναι το lájea
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι lájea - ορισμός


lájea      
sf (lat hispânico lagena) V laje.
Laje         
PÁGINA DE DESAMBIGUAÇÃO DA WIKIMEDIA
* Laje (arquitetura) - elemento estrutural de uma edificação
laje      
s.f. (-1600 cf. JLuc)
1 placa de pedra, ou de matéria dura (concreto, cerâmica, terracota etc.), não muito grossa, de superfície plana, us. para revestir pisos, paredes ou cobrir tetos de edificações
2 -constr eng placa contínua apoiada em seu perímetro e por vezes tb. em colunas, que constitui os pavimentos e tetos de edificações estruturadas em concreto armado
±
l. nervurada
-constr eng laje de concreto armado na forma de vigas edificadas a espaços regulares, que podem ser vazados ou preenchidos com tijolos furados ou outro material leve
-gram aum.: lajão, lajeão ; dim.irreg.: lajeola , lajota
-etim orig.contrv.; ger. atribuído ao lat. hsp. lagèna 'pedra plana e lisa', de orig. não estabelecida; segundo Corominas, talvez de voc. celta que designa 'lâmina' ou 'folha de metal' (cf. galês llain , gaél. lann , irl. ant. laigen 'folha de metal, folha de espada'); ocorre tb. sob as f. laja , lájea e lagem ; f.hist. 1600 lage -sin/var laja, lájea, lajem